- ακριβαναθρέφω
- -εψα, -εμμένος, ανατρέφω κάποιον με μεγάλη φροντίδα και στοργή: Οπού 'ναι νια και δροσερή κι ακριβαναθρεμμένη ( Ερωτόκριτος).
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.